χορήγημα

χορήγημα
χορ-ήγημα, τό, die Kosten, der Aufwand zur Aufführung eines Chors. Übh. das Hergeben der Kosten wozu

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χορήγημα — expenditure on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορήγημα — το, ΝΜΑ [χορηγῶ] νεοελλ. χρηματικό βοήθημα, επίδομα μσν. αρχ. το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι …   Dictionary of Greek

  • χορήγημα — το, ατος αυτό που χορηγείται, επίδομα, κάθε χρηματική παροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορηγήματα — χορήγημα expenditure on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχορήγημα — το (AM ἐπιχορήγημα) πρόσθετο χορήγημα …   Dictionary of Greek

  • επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”